αναδενδρούμαι

αναδενδρούμαι
ἀναδενδροῡμαι (-όομαι) (Α) [ἀναδενδράς]
(για αμπέλι) αναρριχώμαι σε δέντρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • προσαναδενδρούμαι — όομαι, Μ ανυψώνομαι παράλληλα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδενδροῦμαι (για αμπέλι) «αναρριχώμαι σε δέντρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”